γαλήνη

γαλήνη
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα.
2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της προέρχεται από το επίθετο γαληναίος του Διόνυσου.
II
Ονομασία δέκα οικισμών.
1. Πεδινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπρίνου.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 161 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βερτίσκου.
3. Οικισμός (874 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατυκάμπου.
4. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρύ Γιαλού.
5. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 192 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων.
6. Οικισμός (113 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεσπρωτικού.
7. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 330 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιάσμου.
8. Οικισμός (6 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Ήταν τμήμα της κοινότητας Αγίου Νικολάου και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σιθωνίας.
9. Οικισμός (6 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Ήταν τμήμα της κοινότητας Νέου Μαρμαρά και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σιθωνίας.
10. Οικισμός (72 κάτ.) του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ακρωτηρίου.
* * *
η (AM γαλήνη)
1. η ησυχία τής τελείως ακύμαντης θάλασσας, νηνεμία
2. ησυχία, αταραξία, πραότητα (α. «ψυχική γαλήνη»
β) «γαλήνη ἐν τῇ ψυχῇ», Πλάτ.)
αρχ.
1. ασημόχωμα, είδος μολυβδούχας γης
2. φάρμακο που χορηγείται ως αντίδοτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το σιγμόληκτο θ. που απαντά στα γέλως*, γελαστός* εμφανίζεται και στη λ. γαλήνη < *γαλάσνᾱ με συνεσταλμένη βαθμίδα (πρβλ. αρμ. cα r «γελώ»). Ανάλογο σχηματισμό βρίσκουμε στα σελήνη - σέλας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαλήνῃ — Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνῃ — γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνη — η 1. η ηρεμία, η μπουνάτσα, η νηνεμία: Είχε γαλήνη και κάναμε βαρκάδα. 2. μτφ., η ησυχία, η αταραξία, η πραότητα: Ύστερα απ’ αυτόν τον καβγά διαταράχτηκε η ψυχική μου γαλήνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Γαλήνη — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.260 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα του νομού, στις εκβολές του ξηροποτάμου Πλατύ. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης …   Dictionary of Greek

  • Γαλήνηι — Γαλήνῃ , Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνηι — γαλήνῃ , γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω …   Dictionary of Greek

  • Γαληνῶν — Γαλήνη stillness of the sea fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”